Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Ο Αλοΐσιος

Ο Αλοΐσιος

Αλογίσιος
με δέρμα βοδιού
κατηφόριζε προς τα βουβάλια

ένα ακόρδο εγκάθετο χάλαγε την αύρα της καλοκαιρινής νύχτας
πολλοί φορτώθηκαν τα βάρη της ζωής τους επάνω τους

έκανε κι αυτός να σκύψει
και βρήκε τίποτα

οι μύγες τσιμπούσαν σαν κουνούπια

ένα βλέμμα κοριτσιών ακούστηκε μακριά
τα φύλλα σκόρπισαν

ξαφνικά ο κατήφορος άρχισε να τον παίρνει
κατρακυλούσε σαν ασβός
ένα τσουβάλι

όταν έφτασε στην άκρη
εκεί που ενώνει ο δρόμος με τον περαστικό
οι γραμμές του έδειξαν το δρόμο

είχε ζαλιστεί λιγάκι
τίναξε τα μαλλιά του
οι σκόνες του έμπαιναν στα μάτια
αλλά αυτός τα έτριβε

σηκώθηκε ολόρθος

«ε δεν είναι κατάσταση αυτή
κάθε φορά που πέφτω απ' τον κατήφορο
καταλήγω εδώ»

προχώρησε

στ' αυτιά του είχαν κρεμαστεί βεράντες
κι απ' αυτές ξεπετάγονταν άνθρωποι και ξεφώνιζαν
ήταν σαν χήνες μερικοί
ή ήταν πραγματικές χήνες;
κανείς δεν ήξερε

έστριψε το κεφάλι του λίγο για να ξαλαφρωθρεί
είχε αφήσει προ πολλού τα βουβάλια του πίσω
οι φωνές δεν τον αύλιζαν

έφτασε στο δημαρχείο

ο κ. Δήμαρχος υπέγραφε κάτι χαρτιά εκείνο το βράδυ
και ήταν περίεργος

- Ε Δήμαρχε θα το ξενυχτίσουμε κι απόψε;

φωνή δεν ακούστηκε
έσβησαν τα φώτα αυτόματα

πέρασε και τους άλλους μαχαλάδες
ώσπου έφτασε στην άκρη του βουνού
εκεί τον συνάντησε το χιόνι
το άσπρο χιόνι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου